- θυροφύλαξ
- θυροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)αυτός που φυλάγει την πόρτα, ο θυρωρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυροφύλακας — θυροφύλαξ door keeper masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυροφύλακι — θυροφύλαξ door keeper masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek